- γράδο
- το και γράδος, ο1. βαθμόμετρο υγρών2. βαθμός πυκνότητας ενός υγρού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. grado < λατ. gradus «βαθμός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γράδο — το (λ. ιταλ.) 1. το όργανο μέτρησης της πυκνότητας ενός υγρού. 2. ο βαθμός της πυκνότητας ενός υγρού: Το κρασί είχε υψηλά γράδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραδάρω — [γράδο] μετρώ την πυκνότητα ή τη θερμοκρασία υγρού με το γράδο … Dictionary of Greek
γραδάρω — γραδάρισα, γραδαρισμένος, μετρώ την πυκνότητα ενός υγρού με το γράδο: Γραδάρισα το οινόπνευμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οξύμετρο — το όργανο για τη μέτρηση της οξύτητας υγρών, αλλ. γράδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)